- τετρασωμίας
- τετρασωμίᾱς , τετρασωμίαalloy of four metalsfem acc plτετρασωμίᾱς , τετρασωμίαalloy of four metalsfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετρασωμία — (I) ἡ, ΜΑ [τετράσωμος] κράμα από τέσσερα μέταλλα («ὦ σύλληψις τετρασωμίας», Ολυμπ.). (II) η, Ν βιολ. περίπτωση ανευπλοειδίας, δηλαδή ανώμαλης γενετικής κατάστασης, κατά την οποία οι πυρήνες τών κυττάρων τού οργανισμού περιέχουν τέσσερα… … Dictionary of Greek